ΒΛΑΣΗΣ ΣΚΟΛΙΔΗΣ
Ψυχίατρος
Ο ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ
Η έννοια του εγκλεισμού χρησιμοποιήθηκε τις περισσότερες φορές, στη σημερινή ημερίδα, με την κυριολεκτική της σημασία. Στη δική μου ανακοίνωση νοείται μεταφορικά, γι’ αυτό και τιτλοφόρησα το κείμενό μου «ο αυτοβιογραφικός εγκλωβισμός του Κώστα Ταχτσή». Γιατί εγκλωβισμός; Τον Ταχτσή, τον κατέτρυχε η φήμη του συγγραφέα του ενός βιβλίου – υπάρχουν, ως γνωστόν, και άλλες τέτοιες περιπτώσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας. Μολονότι δεν είναι πραγματολογικά ακριβής, αυτή η λογοτεχνική «ρετσινιά» κρύβει μια αλήθεια: ο Ταχτσής είναι σίγουρα ο συγγραφέας μίας και μοναδικής θεματικής, της παιδικής και εφηβικής του ιστορίας. Είναι εγκλωβισμένος στην αυτοβιογραφία του και μάλιστα στη νεανική της φάση. Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος, στο Φοβερό Βήμα, την τελευταία και ατελέσφορη προσπάθεια να αφηγηθεί την ιστορία του: «Άρχισα λοιπόν να γράφω προσπαθώντας να βρω την άκρη του κουβαριού. Αλλ’ ό,τι κι αν έκανα δεν κατάφερνα να ξεσκαλώσω απ’ τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια…» (ΦΒ, σσ. 376-377). Πρόκειται, θα λέγαμε, για έναν ψυχικό εγκλωβισμό, για τον οποίο αξίζει να δούμε τις υποκειμενικές παραμέτρους που τον προσδιορίζουν.
*
Πριν φτάσουμε στο τελευταίο και κρίσιμο αυτό βιβλίο, ας δούμε τι προηγήθηκε. Ο Κώστας Ταχτσής εκδίδει με δικά του έξοδα το πρώτο του βιβλίο, το Τρίτο Στεφάνι, τον Δεκέμβριο 1960 σε ηλικία 33 ετών. Γνωρίζουμε ότι το βιβλίο βασίζεται στην ιστορία της γιαγιάς του, η οποία ουσιαστικά τον μεγάλωσε από τα πέντε του. Αυτό έγινε αρχικά στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε ο Κώστας, το 1927. Όταν το 1934 έφυγε από τη Θεσσαλονίκη όπου είχε ζήσει διάφορες συζυγικές περιπέτειες, η Πολυξένη Λόντου, η Εκάβη του βιβλίου, πήρε τον επτάχρονο πλέον εγγονό της μαζί της στην Αθήνα, ενώ η διαζευγμένη μητέρα του έμεινε πίσω κρατώντας κοντά της μόνο τη μικρότερη αδελφή του. Παρά τις βιογραφικές αναφορές, το Τρίτο Στεφάνι είναι ίσως το λιγότερο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, αφού η πλοκή βασίζεται στην εισαγωγή ενός επινοημένου προσώπου, της Νίνας, η οποία θα στεφανωθεί σε τρίτο γάμο τον μεγάλο γιο της γιαγιάς Εκάβης.
Το μυθιστόρημα άργησε να γίνει γνωστό, ουσιαστικά αυτό συνέβη 10 περίπου χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, όταν επανεκτυπώθηκε από τις εκδόσεις Ερμής, το 1970, μεσούσης της δικτατορίας. Μέχρι τότε, δηλαδή στη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε την ολοκλήρωση του Τρίτου Στεφανιού, ο Ταχτσής το μόνο που είχε δημοσιεύσει ήταν λίγα διηγήματα, στο περιοδικό Πάλι, τα οποία ήταν η μαγιά για το δεύτερο λογοτεχνικό βιβλίο του, Τα ρέστα (Ερμής, 1972). Είναι μια σειρά διηγημάτων, τα οποία έχουν και πάλι αυτοβιογραφικές αφορμές και είναι έτσι αρθρωμένα ώστε να παρακολουθούμε την πορεία του αφηγητή-συγγραφέα από την πρώιμη παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση.
Αν το Τρίτο Στεφάνι ήταν μόνο εμμέσως βιογραφικό –ήταν, θα λέγαμε, η εξιστόρηση των καταβολών, με αναφορές κυρίως στους προγόνους και τους γεννήτορες–, τα Ρέστα, από την άλλη, είχαν ρητή αυτοβιογραφική σήμανση, αλλά ρίχνοντας εδώ κι εκεί μερικά παραμορφωτικά πέπλα. Όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι μια αλυσίδα διηγημάτων «με ήρωα το ίδιο πρόσωπο, αλλά σε διαφορετικές ηλικίες και κάτω από διαφορετικές κάθε φορά μάσκες» (Φ.Β., σ. 55). Θα είναι η τελευταία φορά που ο Ταχτσής θα χρησιμοποιήσει «μάσκες». Στη συνέχεια θα κινηθεί από την αυτοβιογραφική νύξη προς την καθαρή εκμυστήρευση.
Το τρίτο και τελευταίο βιβλίο που έβγαλε ο συγγραφέας εν ζωή, έχει τον εύγλωττο τίτλο Η γιαγιά μου η Αθήνα, φόρος τιμής στην επίκτητη πατρίδα αλλά και στην επίκτητη μητρική μορφή (Ερμής 1979). Το απάνθισμα των κειμένων είναι αρκετά ετερόκλητο, περισσότερο δοκιμιακού παρά λογοτεχνικού χαρακτήρα. Δεν αναιρεί πάντως την μονομέρεια της θεματολογίας.
Ουσιαστικά, από το 1972 που κυκλοφόρησαν τα Ρέστα μέχρι το 1988 που δολοφονήθηκε, ο Ταχτσής δεν κατάφερε να επινοήσει κάποια μυθοπλασία. Από ένα σημείο και μετά, μάλιστα, δήλωνε πως ετοιμάζει την αυτοβιογραφία του, όχι μυθιστορηματικά μεταπλασμένη αλλά ειλικρινή και αποκαλυπτική. Οι καλοθελητές μιλούσαν για τις γαργαλιστικές αποκαλύψεις που υποτίθεται ότι θα εμπεριείχε το εν λόγω δημιούργημα, όπου το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας του συγγραφέα και της περιπετειώδους ερωτικής ζωής του θα ετίθετο χωρίς παραμορφώσεις.
Γνωρίζουμε ότι κατά καιρούς κρατούσε ημερολόγιο, έχουν διασωθεί μερικές καταγραφές (λ.χ. Σεπτ.-Νοεμ. 1971, βλ. Φ.Β., σσ. 189-255), αναφέρει επίσης κάπου ότι είχε καταστρέψει κάποιο ημερολόγιο που κρατούσε τη δεκαετία του ’50. Στις καλύτερες στιγμές τους, αυτές οι ημερολογιακές καταγραφές εξελίσσονται σε φλας-μπακ παλαιοτέρων συμβάντων. Απ’ ό,τι φαίνεται, η αυτοβιογραφική τάση, με την έννοια της εκμυστήρευσης και της αποκάλυψης των ανορθόδοξων πτυχών της σεξουαλικής συμπεριφοράς, επιτείνεται μετά την κρίση του 1980-81. Την περίοδο εκείνη, με αφετηρία τις αποκαλύψεις για τη νυχτερινή ζωή του συγγραφέα που έκανε στο βιβλίο της η εκδιδόμενη τραβεστί «Μπέττυ», ξεκίνησαν άγριες διαμάχες με τη «μαφία των τραβεστί» που τον οδήγησαν σε ψυχική εξουθένωση και απόπειρα αυτοκτονίας (Δεκ. 81). Όσο όμως εντείνεται η αυτοβιογραφική τάση, τόσο πιο δύσκολη αποδεικνύεται η πραγματοποίησή της.
Το Φοβερό Βήμα είναι ένα συμπίλημα από αυτοαναφορικά κείμενα που κυκλοφόρησε μετά θάνατον, το 1989 από τις εκδόσεις Εξάντας και δεν επανεκδόθηκε ποτέ. (Τη συναγωγή κειμένων έκανε ο Αχιλλέας Ταβουλάρης και την επιμέλεια έκδοσης ο Θανάσης Νιάρχος. Πρόκειται πλέον για συλλεκτικό βιβλίο). Περιέχει αποσπάσματα που μπορούν βάσιμα να χρονολογηθούν στο 1971, στο 1981, στο 1983, αλλά κανένα από αυτά τα κείμενα δεν διαθέτει μια αρτιότητα τέτοια που να μπορεί να ισχύσει ως μορφολογικός γνώμονας μιας ευρύτερης σύνθεσης. Απ’ ότι φαίνεται, ο Ταχτσής δοκίμαζε σποραδικά διάφορους τρόπους, όπως το να κρατάει ημερολόγιο ή το να καταγράφει το χρονικό από κάποια φάση της ζωής του ενσωματώνοντας κάποια φλας-μπακ από παλαιότερες περιόδους, αδυνατώντας ωστόσο να καταλήξει σε μια μορφή που να τον ικανοποιεί και να μπορεί να αποτελέσει «συνταγή» σύνθεσης μιας αυτοβιογραφίας. Γύρω στο 1985 φαίνεται να βρίσκει επιτέλους μια μορφή που λειτουργεί. Επιλέγει τελικά τη γραμμική, χρονολογική αφήγηση. Έχουμε περίπου 150 σελίδες μιας σύνθεσης με ελεγχόμενη αφηγηματική οικονομία, κατανεμημένες σε αυτόνομες ενότητες που καλύπτουν την περίοδο από τη γέννησή του μέχρι την ηλικία των 16 ετών. Είναι οι σελ. 31-188 του Φοβερού Βήματος. Αυτές θα έπρεπε κανονικά να έχουν εκδοθεί ως η μεταθανάτια ημιτελής αυτοβιογραφία.
Όπως και να ’χει, η ουσία είναι μία: σε ό,τι έγραφε επί μία εικοσιπενταετία μετά το Τρίτο Στεφάνι, διήγημα, χρονικό, ημερολόγιο, σχεδιάσματα ή αποσπάσματα μιας ευρύτερης σύνθεσης, η αυτοαναφορική διάσταση είναι η αποκλειστική πηγή έμπνευσης.
*
Η υπόθεση εργασίας που προτείνω είναι η εξής: Το γράψιμο για τον ΚΤ δεν αποτελεί ζωτική ανάγκη, όπως την συναντάμε σε άλλους συγγραφείς. Η ζωτική ανάγκη του Ταχτσή είναι κυρίως η σεξουαλική δραστηριότητα, με τις γνωστές ιδιομορφίες, την παρενδυσία, την πόρνευση, κτλ. Μπορούσε κάλλιστα να μη γράφει, του ήταν όμως αδύνατον να μην κάνει σεξ και μάλιστα υποδυόμενος τη γυναίκα. Το γράψιμο εξυπηρετούσε περισσότερο μια ανάγκη συμβολικής αιτιολόγησης της ύπαρξής του. Μέσω του γραψίματος επιχειρεί να συγκροτήσει ένα αφήγημα που το απευθύνει πρωτίστως στον εαυτό του. Για να το πούμε με ψυχαναλυτικούς όρους, οι αυτοβιογραφικές δοκιμές, στις διάφορες εκδοχές τους, είναι μια απόπειρα να εγγράψει την ύπαρξή του μέσα στην επιθυμία του Άλλου. Διότι ο Άλλος, ο μεγάλος Άλλος με τη λακανική έννοια του όρου, ο Άλλος του νόμου, ο Άλλος της απαγόρευσης, ο Άλλος του ιδανικού, είναι πολύ προβληματικός για το υποκείμενο Ταχτσής.
Καταρχάς ο πατέρας είναι μια φιγούρα πολύ αχνή, αναιμική, παρούσα στη ζωή του μόνο σε πολύ πρώιμη φάση, και από ένα σημείο και μετά εντελώς απούσα. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν πρωτοπηγαίνει στο δημοτικό, η γιαγιά, που τον έχει υπό την προστασία της, δηλώνει ότι είναι πατρός ορφανός (!). Ωστόσο, όπως δείχνουν οι λογοτεχνικές μεταπλάσεις πατρικών μορφών που επιχειρεί, κυρίως στα Ρέστα, η αναζήτηση ενός συμβολικού Άλλου αποτελεί σταθερό μέλημα του συγγραφέα, έστω και για να τον καταγγείλει, αφού βρίσκει πάντα μπροστά του πατρικές εκδοχές σαθρές και αφερέγγυες.
Αν ο Ταχτσής απέφυγε την ψύχωση, ίσως να το οφείλει στη διττή παρουσία της μητρικής φιγούρας. Όπως έχει αναπτύξει ο Λακάν, με αφορμή διάφορες κλινικές περιπτώσεις, κυρίως του Αντρέ Ζιντ, αλλά και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, η παρουσία δύο μητέρων, η ψυχική επενέργεια δύο εκδοχών της μητρικής μορφής, μπορεί να λειτουργήσει σαν αντιστάθμισμα της πατρικής ανεπάρκειας. Το αντίτιμο αυτής της ιδιομορφίας είναι όμως ένας αμετάκλητος υποκειμενικός διχασμός: οι δύο «μητέρες» υποκινούν δύο ασυμβίβαστες ταυτίσεις, ή καλύτερα δύο ασυμβίβαστες απολαυσιακές επιλογές, δύο αντικρουόμενες ταυτότητες.
Στην περίπτωση του Αντρέ Ζιντ υπάρχει διχασμός ανάμεσα στις σεξουαλικές προτιμήσεις –του αρέσουν τα νεαρά αγόρια– και την πλατωνική αγάπη προς μια γυναίκα. Είχε παθολογική προσήλωση στην Μαντλέν, τη σύντροφο της ζωής του, χωρίς ποτέ να την αγγίξει ερωτικά, αλλά γράφοντας διαρκώς προς αυτήν επιστολές αγάπης και αφοσίωσης – δεσμός που ανάγεται στην ανάλογη σχέση που είχε με τη μητέρα του, η οποία ήταν τέρας ηθικής ακεραιότητας αλλά παντελώς ανέραστη. Την ερωτική του αφύπνιση ο Ζιντ την οφείλει στην ηδυπάθεια της θείας του, που κάποια στιγμή επιχειρεί να αποπλανήσει τον νεαρό ανιψιό της, υποδεικνύοντάς του έτσι, θα λέγαμε, τα μελλοντικά αντικείμενα των ερωτικών του εξορμήσεων: αγόρια σαν εκείνο το αγόρι, τον ίδιο, που πόθησε η θεία. Οι δύο αυτές γυναίκες, οι δύο «μητέρες», θα προσδιορίσουν ένα αμετάκλητο διχασμό της αγάπης και της ερωτικής επιθυμίας.
Ένας ανάλογος διχασμός, τηρουμένων των αναλογιών, παρατηρείται και στην περίπτωση του Ταχτσή. Από τη μία πλευρά, έχουμε την ερωτική ταυτότητα του υποκειμένου, μια υπερδραστήρια φιλομόφυλη σεξουαλικότητα που, από ένα σημείο κι έπειτα, οργανώνεται γύρω από ένα διαστροφικό σενάριο: υποδύομαι τη γυναίκα-πόρνη και απολαμβάνω όχι απλώς τον έρωτα ενός αρσενικού επιβήτορα, αλλά και την εξαπάτησή του, αφού παίζω τόσο καλά το παιχνίδι ώστε να μην αντιληφθεί ότι δεν πήγε με γυναίκα. Στη φαντασίωσή του ο Ταχτσής είναι καλύτερη γυναίκα από τις γυναίκες, καλύτερη πόρνη από τις άλλες πόρνες. Όλα δείχνουν –δεν έχω τον χρόνο να το αναπτύξω–[1] ότι αυτή η απολαυσιακή επιλογή ανάγεται σε μια φαντασιακή ταύτιση με τη βιολογική του μητέρα, που ήταν αναμφίβολα πολύ ελευθεριακή για την εποχή της, και για την οποία το σημαίνον πουτάνα επανέρχεται διαρκώς στο Τρίτο Στεφάνι.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ταυτότητα του συγγραφέα, την οποία ο Ταχτσής πασχίζει διαρκώς να επιβεβαιώσει χωρίς να το καταφέρνει. Είναι μια ταυτότητα που αποκτά με το Τρίτο Στεφάνι, αλλά που στη συνέχεια τον στοιχειώνει, αφού δεν καταφέρνει να στρωθεί για να επιχειρήσει κάτι εφάμιλλο. Το Τρίτο Στεφάνι είναι για το υποκείμενό μας κάτι πολύ περισσότερο από ένα βιβλίο. Είναι η εγγραφή σε μια συμβολική γενεαλογία που του επιτρέπει να έχει ιστορία και έρμα. Η γιαγιά Πολυξένη είναι η κεντρική φιγούρα αυτής της εγγραφής. Η γιαγιά Πολυξένη, που την είχε χάσει γύρω στα 17 του και που την αναστυλώνει και τη διαιωνίζει ως Εκάβη από το 1960 κι έπειτα στο βιβλίο του.
*
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πόσο ανερμάτιστο υποκείμενο ήταν ο νεαρός Ταχτσής, κάπως σαν «φτερό στον άνεμο». Μέσα στο ιδεολογικό καμίνι της κατοχής και της αντίστασης, ο έφηβος Κώστας, παραμένει πολιτικά ανέντακτος, γράφεται στη Νομική χωρίς να ολοκληρώσει (ίσως χωρίς καν ν’ αρχίσει) τις σπουδές, υπηρετεί πάντως κανονικά τη στρατιωτική θητεία του ως ανθυπολοχαγός (1950-52). Η τριετία 1948-51 είναι εποχή σχετικής συναισθηματικής σταθερότητας, καθώς διατηρεί μόνιμη σχέση μ’ ένα μέλος της αμερικανικής αποστολής. Όμως, μετά την αναχώρηση του τελευταίoυ για την πατρίδα του, ο Ταχτσής φαίνεται να κλυδωνίζεται, έχει διάθεση φυγής. Τα ποιήματα που δημοσιεύει στο διάστημα 1953-56 κυριαρχούνται από μελαγχολική διάθεση. Σκέφτεται να φύγει για τις lνδίες, ταξιδεύει σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, μπαρκάρει ναύτης σε δανέζικο φορτηγό στη Βόρειο Θάλασσα, κάποια στιγμή βρίσκεται στην ανατολική Αφρική, και, τελικά, στις αρχές του 1957, 30 ετών δηλαδή, εγκαθίσταται στο Σίδvεϊ της Αυστραλίας όπου θα παραμείνει έξι χρόνια, τα «ευτυχέστερα» της ζωής του, όπως θα γράψει.
Η Αυστραλία θα αποβεί ο τόπος μιας διπλής εκπλήρωσης. Αφενός λύνει το ερωτικό του πρόβλημα, καθώς η δουλειά που βρίσκει (σε σιδηροδρομικό σταθμό) του παρέχει πολλές ευκαιρίες για ερωτικές γνωριμίες, αλλά επίσης αρχίζει τις πρώτες παρενδυτικές πρακτικές. Αφετέρου, ολοκληρώνει επιτέλους το μυθιστόρημά του, που το είχε ξεκινήσει από την Ελλάδα, και που τον παίδευε: «έγραφα, έσκιζα, ξανάγραφα, και τίποτα δε μ’ άρεσε», λέει. […] «Τι είχα τραβήξει για να γράψω αυτό το βιβλίο. Τι περιπέτειες επί πέντε χρόνια. Σε τι κόλαση είχα κατέβει…» (Φ.Β., σ. 317).
Για τον Ταχτσή το Τρίτο Στεφάνι αποτελεί το Είναι του. Οι θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε για να το εκδώσει, η αμείωτη υπερηφάνεια με την οποία αναφερόταν σ’ αυτό, ο καημός του να το δει μεταπλασμένο σε κινηματογραφική ταινία, δείχνουν ότι αντιπροσώπευε για τον ίδιο κάτι πολύ περισσότερο από ένα μυθιστόρημα. Το βιβλίο αυτό είναι η εξόφληση μιας οφειλής (Φ.Β., σ. 261). Είναι, όπως είπαμε, ο ύμνος στη γιαγιά Πολυξένη, που υπό το όνομα «Εκάβη» ανάγεται σε φιγούρα θρυλική, σε μορφή του παγκόσμιου λογοτεχνικού μύθου, σε αρχέτυπο μητρικής αυταπάρνησης. Το βιβλίο περιστρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από την περιπετειώδη ζωή της ηρωίδας και επικεντρώνεται στην αμφίσημη σχέση της με τον πολυαγαπημένο Δημήτρη, τον άσωτο υιό. Η Εκάβη ενσαρκώνει τον Άλλο της αγάπης, έστω κι αν η αγάπη της είναι αμφίσημη και καταβροχθιστική. Ενσαρκώνει επίσης τον Άλλο της χαρισματικής έκφρασης, όντας προικισμένη με μια λεκτική δεινότητα που ο στιλίστας συγγραφέας αναλαμβάνει να περισώσει και να καλλιεργήσει.
Εν ολίγοις, το Τρίτο Στεφάνι ανασυγκροτεί τις συμβολικές καταβολές του συγγραφέα, πλέον, Ταχτσή, ανακεφαλαιώνοντας την οικογενειακή προϊστορία και εγγράφοντάς τον στη επιθυμία του Άλλου της αγάπης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μυθιστορηματική πλοκή εμπεριέχει μία και μόνο βιογραφική ανακρίβεια: ο Ταχτσής βάζει την έγκυο μητέρα του να θέλει να κάνει έκτρωση και τη γιαγιά να την εμποδίζει αποφασιστικά. Με το βιβλίο αυτό επινοεί εκ νέου τον εαυτό του ως δημιούργημα της αγάπης της γιαγιάς. Με λακανική ορολογία, θα λέγαμε ότι το Τρίτο Στεφάνι λειτουργεί ως Όνομα του Πατρός για τον συγκεκριμένο συγγραφέα.
Ο Ταχτσής πίστευε ανομολόγητα ότι με το Τρίτο Στεφάνι τα είχε πει όλα. Από μια άποψη είχε δίκιο: το συμβολικό πλαίσιο είχε αρτιωθεί και αποτυπωθεί μια για πάντα. Διότι ακριβώς αυτό ήταν το ζητούμενο του συγγραφέα μας από το γράψιμο. Είναι αδύνατον να κατανοήσουμε το λογοτεχνικό αδιέξοδο του Ταχτσή εάν δεν αναγνωρίσουμε ότι δεν έγραφε παρά για να εξηγήσει τον εαυτό του, όχι τη σχέση του με τον κόσμο. Ήταν έτσι καταδικασμένος να επαναλαμβάνει την εξήγηση της ύπαρξής του που ο ίδιος επινόησε και απαρτίωσε με το Τρίτο Στεφάνι. Δηλαδή να επαναλαμβάνει την ίδια ιστορία: «είμαι αυτό που έγινα»… «είμαι αυτό που έγινα»… «είμαι αυτό που έγινα»…
[1] Βλ. αναλυτικά: Βλάσης Σκολίδης, «Ο Ταχτσής ως γυναίκα. Ανάλυση της παρενδυσίας ενός ομοφυλόφιλου συγγραφέα», Η Ψυχανάλυση, τεύχος 5, Άνοιξη 2002, σσ. 125-148.