Ιλεάνα Αρναούτου
Τα έργα αυτά δημιουργούν μια πρόταση η οποία συνδυάζει τη ζωγραφική και την γλυπτική, συνθέτοντας ένα δίκτυο που προσεγγίζει την απώλεια και την αποδόμηση ως μια δυνητική, πορώδη, ενσώματη και δια-τοπογραφική εμπειρία της χωρικότητας έχοντας ως βάση την σωματικότητα.
Είναι μια σειρά από υβριδικά τοπία που λειτουργούν ως συστήματα στέγασης και θαλπωρής, ενώ δομούνται λιβιδινικά και συν-αισθηματικά για να σχηματίζουν χώρους, κοιλότητες και συνθήκες περίεξης, όπως είναι μια αγκαλιά, το κούρνιασμα κάτω από μία κουβέρτα, ο ύπνος μέσα σε μια σκηνή, το χάδι, ο αυνανισμός.
Μεμβράνες, κόκκαλα, σωματικές οπές, φυσικά στοιχεία όπως κλαδιά και κοχύλια συνδυάζονται με στόχο να δημιουργήσουν ‘φαντασιακούς’ χώρους ή σκαλωσιές για ανάκληση/πλάγιασμα, στάσεις και διεργασίες που εμπεριέχουν την επιθυμία να χωρέσεις σε ‘κατοικήσιμες΄ φόρμες, την ανάγκη να ανήκεις, και την προσπάθεια να δημιουργηθούν τόποι και τρόποι να (συν)υπάρξουμε και να συσχετιστούμε σε μια κοινωνία η οποία δεν φέρεται καθόλου ‘μητρικά’.
Κατά βάση προσεγγίζω τα έργα αυτά ως σκέψεις αναδιάταξης της επιτελεστικότητας του πένθους και την αντιμετώπισή του ως μια συνεχόμενη ενσώματη συνθήκη αμοιβαίας ευθραυστότητας.
Η σύνθεση και έκθεση των έργων αυτών στον χώρο του Δρομοκαΐτειου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς θέτουν τις δυνατότητες της τρωτότητας στο επίκεντρο, μετατρέποντας τες σε εφόδια δόμησης και μετα-δόμησης.
Ενώ παράλληλα, διερευνούν την οριζόντια στάση του σώματος, και κατ’ επέκταση την υποκειμενική ενσώματη και συν-αισθηματική προοπτική και αλήθεια ως μια πορώδη συνθήκη σχεσιακότητας, σε ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η ανάκληση και η σχέση με το κρεβάτι συνδέεται άρρηκτα και με βίαιες μεθόδους καταστολής, εγκλεισμού και οριοθέτησης.