Μια Εισαγωγή…

Προφορική μαρτυρία ασθενούς του Δρομοκαϊτείου στη Μαρία Φαφαλιού.
«Η βιοπολιτική περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων, συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές…» Μισέλ Φουκώ, «Η γέννηση της βιοπολιτικής» (ελλ. μετάφραση Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, σ. 289)
Η εξουσία στη νεωτερικότητα σταδιακά αλλά σταθερά μετακυλά την επικυριαρχία της από την καταστολή στον καθολικό προληπτικό έλεγχο. Ο Φουκώ είχε δίκιο! Το παιχνίδι της πολιτικής διεξάγεται πάνω στα σώματά μας. Η πολιτική γίνεται βιοπολιτική.
Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.
Η κάθε μορφή εξουσίας «επιθυμεί» ένα κομμάτι μας, επιδιώκει να ορίσει τις συνήθειές μας, να ελέγξει τις στάσεις και τις μετακινήσεις μας, πώς οφείλει να λειτουργεί το σώμα μας ως επιθυμητικός μηχανισμός και ποιά πρέπει να είναι η σεξουαλική μας ταυτότητα, τι κάνουμε με την αναπαραγωγή μας, με τα έμβρυά μας, με τα παιδιά μας, πότε και πώς πεθαίνουμε, πώς και μέχρι ποίου σημείου «επιτρέπεται» να πενθούμε για τις απώλειες μας, πώς να χρησιμοποιούμε τα φάρμακα για τη διαχείριση του θυμικού μας και πώς να διαχειριστούμε την ψυχική ευεξία ή δυσανεξία μας. Ακόμα και η σχέση του ανθρώπου με τα μικρόβια, πέρα από το τυπικά ιατρικό μέρος που δεν αμφισβητείται, μετατρέπεται στην πραγματικότητα σε βιοπολιτική.
Αποθεώνοντας την αξία μιας φαντασιακής κανονικότητας που επιβάλλεται ως δέον με κάθε τρόπο και μέσον και η οποία αναδεικνύεται πλέον στην καθοριστικότερη λειτουργία της εξουσίας στον κόσμο μας, κράτος, επιστήμη, οικογένεια και πεπεισμένα άτομα συνασπίζονται προκειμένου να επιδοθούν ή έστω να επιτραπεί η επίδοση σε μια καθολική παρακολούθηση και παρατήρηση κάθε κίνησης και κάθε νύξης, σ’ έναν ατελεύτητο, αχόρταγο και ανελέητο έλεγχο της καθημερινής ζωής των πάντων. Πρόκειται για μια διαδικασία αλλοτρίωσης, οικειοθελούς εκχώρησης δικαιωμάτων, μέσα από την οποία οι πολίτες μετατρέπονται ανεπαισθήτως σε υπηκόους που δεν διστάζουν μάλιστα να ασκήσουν βία για να επιβάλουν τη συμμόρφωση των ανήσυχων σωμάτων και πνευμάτων και την πρόθυμη υπακοή σε μια «μεταφυσικού» τύπου αναγκαιότητα.
Η κάθε μορφή εξουσίας ονειρεύεται και αποσκοπεί σε πειθήνια σώματα, υπάκουα στο Νόμο, ακόμη καλύτερα ενσωματωμένα στο Νόμο και την διακηρυγμένη, πέραν κάθε ελέγχου, αξία του.
Σώματα που δεν δύνανται καν να αμφισβητήσουν το παραμικρό και ζουν με τον φόβο του- ενώ την ίδια ώρα είναι έτοιμα και πρόθυμα, με τη σειρά τους, όχι απλώς να τον επιβάλουν στους άλλους, αλλά να απολαύσουν ηδονικά την υποταγή και εκείνων στο φόβο του Νόμου. Έτσι, ο Νόμος γίνεται ισοδύναμος με το φόβο του θανάτου.
Η δυστοπική εμπειρία της παγκόσμιας καραντίνας ελέω covid 19 ήρθε να επιβεβαιώσει την είσοδο στην μετα-ανθρώπινη εποχή αρχικά του εγκλωβισμού και του απόλυτου ελέγχου (όπου βρισκόμαστε ήδη) και, σε δεύτερη φάση, της «αναγκαιότητας» της ενσωμάτωσης στον κόσμο του διαδικτύου και της τεχνητής νοημοσύνης.
Τα νέα δεδομένα έρχονται από τις επιστήμες του εγκεφάλου και τις εφαρμογές της νευροτεχνολογίας που τροφοδοτούν την κυρίαρχη πλέον νευρο-πολιτική. Μεταφέροντας το σκεπτικό του Μισέλ Φουκώ στην εποχή μας, μπορεί κανείς να αντιληφθεί και να υποστηρίξει ότι η σημερινή βιοπολιτική εξουσία στοχεύει πρωτίστως στον έλεγχο του ανθρώπινου εγκεφάλου και στην επιλεκτική ρύθμιση ή απορρύθμιση των νοητικών λειτουργιών του. Αυτή είναι η νέα συνθήκη της εποχής. Αυτό είναι το νέο πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος.
Οι νευροϊατρικές πρακτικές είναι ήδη σε θέση να επεμβαίνουν στη βαθύτερη δομή του εγκεφάλου ενός ασθενούς για να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας του. Το ερώτημα είναι αν θα ήταν εξίσου επιτρεπτή, κοινωνικά-πολιτικά- ηθικά, η προσφυγή σε τέτοιου τύπου επεμβάσεις σε άτομα με υγιή εγκέφαλο, όχι δηλαδή για θεραπευτικούς σκοπούς αλλά, για παράδειγμα, για την τροποποίηση των εγκεφαλικών μας επιδόσεων. Θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα η ευγονική της Πολιτείας του Πλάτωνα ή του Θαυμαστού καινούργιου κόσμου του Άλντους Χάξλεϋ; Και ποιος αποφασίζει για μια τέτοια δυνατή πια επιστημονικά εξέλιξη των πραγμάτων;
Βιοπολιτική και Homo Sacer
Ο ναζιστής πολιτειολόγος και συνταγματολόγος Καρλ Σμιτ είχε υποστηρίξει εύστοχα ότι «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης». Η καίρια αυτή θέση χρησιμεύει ως αφετηρία και ως εργαλείο στον Τζόρτζιο Αγκάμπεν (G. Agamben) για να μπορέσει να αναλύσει τη βιοεξουσία στην νεωτερικότητα. Στο διάσημο βιβλίο του «Homo sacer, κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή» (εκδ. Scripta, μετάφραση Π. Τσιαμούρα), ο Ιταλός φιλόσοφος εμβαθύνει και ταυτόχρονα εξειδικεύει τις πρωτοποριακές ιδέες του Μισέλ Φουκώ σχετικά με τις νέες βιοπολιτικές στρατηγικές.
Όπως γράφει ο Αγκάμπεν, «στη νεωτερική βιοπολιτική, κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία». Όποτε αναφέρονται στην ανθρώπινη «ζωή», τόσο ο Αγκάμπεν όσο και ο Φουκώ, εννοούν τη βιολογική και ταυτόχρονα την πολιτική υπόσταση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.
Σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε ο Αριστοτέλης, σήμερα είναι πλέον αδύνατο να ξεχωρίζουμε τον πολιτικό «βίο» από την απλή βιολογική «ζωή» των ανθρώπων. Και ακριβώς γι’ αυτό, οι πρόσφατες βιοτεχνολογικές και βιοϊατρικές εξελίξεις έχουν τόσο δραματικές συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων. Η προσπάθεια αναγωγής, μέσω των νέων τεχνολογιών, της πολιτικής διάστασης της ζωής μας στην βιολογία υποβαθμίζει τη ζωή μας σε «γυμνή ζωή». Ζωή υπό το κράτος του φόβου και στερημένη παντελώς από δικαιώματα. Για να είμαστε ακριβέστεροι, ζωή με την ψευδαίσθηση δικαιωμάτων, η ισχύς των οποίων αίρεται όταν ο έχων την εξουσία αποφασίζει την επιβολή μιας «κατάστασης εξαίρεσης» με τη μορφή και τη διάρκεια της κανονικότητας, όπως δείχνει ο Αγκάμπεν.
Με την έννοια αυτή, οι εγκλεισμοί στην εποχή μας είναι πολλαπλοί και εκτυλίσσονται ποικιλοτρόπως, άλλοτε μεν εμφανώς, άλλοτε δε ανεπαισθήτως. Δομές, μηχανισμοί και τόποι αναψυχής, εκπαίδευσης, πειθάρχησης, προσαρμογής, υποδοχής, ίασης, αποτροπής, τιμωρίας και αποκλεισμού συγκροτούν το εκάστοτε κοινωνικό παλίμψηστο με σχολεία, στρατώνες , στρατόπεδα συγκέντρωσης, άσυλα, φυλακές, νοσοκομεία, χώρους εργασίας, άθλησης και διασκέδασης. Συγκροτούν, δηλαδή, Πόλεις και ορίζουν Συμπεριφορές.
Αν η λειτουργία του σχήματος πρόληψη- επιτήρηση- τιμωρία υπηρετείται στη νεωτερικότητα από το Πανοπτικόν, το εμφανές κτίσμα επιτήρησης του εγκλεισμού, στην μετα-νεωτερικότητα που πλέον ζούμε, αρκούν οι δορυφόροι και οι μηχανές αναζήτησης για να μετατρέψουν τη Γη ολόκληρη σε τόπο πρόληψης- επιτήρησης- τιμωρίας.
Αν τα παραπάνω παραλληλισθούν με διαρκή και εν εξελίξει πόλεμο, στο κέντρο του πολέμου αυτού βρίσκεται το Σώμα- ακριβώς επειδή αισθάνεται, επιθυμεί και σκέπτεται. Το σώμα λέει ο αρχιτέκτονας και θεωρητικός Γιούχανι Πάλασμαα (Juhani Pallasmaa) «θυμάται ποιός είμαι και πού βρίσκομαι στον κόσμο. Το σώμα μου είναι αληθινά ο ομφαλός του κόσμου.
Όχι όμως με την έννοια του σημείου θέασης στην κεντρική προοπτική, αλλά ως τόπος αναφοράς, μνήμης, φαντασίας και ολοκλήρωσης». Η μεγαλειώδης λειτουργία κάθε τέχνης με νόημα, κατά τον Φινλανδό θεωρητικό, μας επιτρέπει να βιώνουμε τον εαυτό μας ως ολοκληρωμένα ενσώματα και πνευματικά όντα και καταλήγει ωραία σαν φιλόσοφος της ζωής με τη σκέψη ότι «στην εμπειρία της τέχνης λαμβάνει χώρα μια αξιοπερίεργη ανταλλαγή. Δανείζω τις συγκινήσεις και τους συνειρμούς μου στον χώρο και ο χώρος μου δανείζει την ατμόσφαιρά του, η οποία παρασύρει και απελευθερώνει τις αντιλήψεις και τις σκέψεις μου». (Γιούχανι Πάλασμαα, Τα μάτια του δέρματος, σ.16, ΠΕΚ).
Πλάνητες και Φιλοξενούμενοι. Γιατί στο Δρομοκαϊτειο;
Αυτή η δυναμική ανταλλαγή συγκινήσεων, συνειρμών και ατμόσφαιρας που περιγράφει ο Πάλασμαα εξηγεί- μεταξύ άλλων παραμέτρων φυσικά που θα τις δούμε στη συνέχεια- την «εισβολή» του project «Εγκλεισμοί» στο Ψ.Ν.Α. Δρομοκαϊτειο, έναν χώρο εγκλεισμού μετά βεβαιότητας και ίασης με ερωτηματικό- όπως όλα τα ψυχιατρεία, έναν χώρο με μνήμες δύσκολες, βιώματα σκοτεινά και, πάνω απ΄ όλα, με ανθρώπινο πόνο που φύεται από τις ρίζες της ύπαρξης. Αν ο Χάϊντεγκερ έχει δίκιο τότε όλοι «είμαστε οι επισκέπτες της ζωής», φράση που ο Τζώρτζ Στάινερ μεταφράζει σε «είμαστε πεταμένοι στη ζωή». (Τζώρτζ Στάινερ, Ένα μακρύ Σάββατο, σ. 33, εκδ. Δώμα)
Κανείς δεν έχει επιλέξει τον τόπο γέννησης του ή τον ιστορικό χρόνο που ήρθε στη ζωή, την αναπηρία του ή την τέλεια υγεία του. Είμαστε πλάνητες και φιλοξενούμενοι, δύο καταστάσεις ελευθερίας contre-temps στις συνθήκες συμβολικών και πραγματικών εγκλεισμών που εφηύρε η νεωτερικότητα χάριν προστασίας εαυτού και αλλήλων ή, καλύτερα, χάριν προστασίας του εύρυθμου της αγοράς. Άλλωστε για να λειτουργήσει αυτή απρόσκοπτα θέλει έγκλειστα/πειθαρχημένα άτομα – κυνηγούς του κέρδους και των άλλων ονειρώξεων που καλλιεργεί συστηματικά και με πειθώ.
Το μεγάλο μέλημα της νεωτερικότητας ήταν και παραμένει με αμείωτη ένταση η προστασία του υγιούς δυναμικού από τους ασθενείς και τους απείθαρχους. Οι βιομηχανίες των εγκλεισμών είναι παιδιά των φιλελεύθερων κοινωνιών και, μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, επίσης παιδιά των «υπαρκτών σοσιαλισμών». Ένα ψυχιατρείο είναι ο πραγματικός χώρος του εγκλεισμού και ταυτόχρονα ο συμβολικός χώρος που υποδέχεται παραγωγικά τον αντίλογο της ελευθερίας ή, καλύτερα, της απελευθέρωσης.
Είναι κατάλληλος για τον οφειλόμενο συγκρουσιακό διάλογο γιατί είναι χώρος οριακός για τον άνθρωπο, είτε αυτός είναι ασθενής, είτε υγιής. Σαν τέτοιος είναι χώρος παραγωγικός αφού δοκιμάζει τα όρια του ανθρώπου, ανεξάρτητα από την συνθήκη και την κατάσταση που αυτός βρίσκεται.

Το Βλέμμα ή Ποιο Βλέμμα;
Το έκανε πάντα αλλά στην εποχή μας η τέχνη το κάνει πιο συχνά, πιο αποτελεσματικά, σε μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση. Η (σύγχρονη) τέχνη κρίνει, αντιπαρατίθεται, ασκεί μέχρι και πολεμική στην αφηρημένη εξουσία και στους συγκεκριμένους μηχανισμούς της, σε θεσμούς κυρίαρχους, σε οικονομικά συστήματα, σε ιδεολογικά στεγανά και κυρίως στα κυρίαρχα στερεότυπα- και το κάνει συστηματικά.
Προκαλεί τριβές και ρήγματα στο δημόσιο λόγο για τον δημόσιο χώρο, την αυτοτέλειά του από την αγορά ή έστω το διακριτό της φύσης του, για το ιδιωτικό και την δυνατότητα περιχαράκωσής του πίσω από το πέπλο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το σίγουρο είναι ότι η σημερινή τέχνη συμμετέχει ενεργά στο δημόσιο debate για όλα τα συγκρουσιακά ζητήματα της εποχής: τις πολιτικές των φύλων, τις πολιτικές της μνήμης, τις πολιτικές των ταυτοτήτων, τις πολιτικές των ανθρώπινων ροών και τις πολιτικές επιτήρησης, ελέγχου και καταστολής τους.
Αντίστροφα, η τέχνη μπαίνει στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων, στην σύγκρουση για τους αποκλεισμούς και στη διαμάχη για την αξία και το εύρος της συμπερίληψης μεταναστών, προσφύγων και κάθε είδους αποκλεισμένων χωρίς δουλειά, χωρίς χαρτιά, χωρίς υγεία… Η τέχνη καλλιεργεί και συγκροτεί ένα κριτικό βλέμμα που, ανάλογα με την ένταση και την ανατρεπτικότητά του, πολεμάται ή επαινείται από τους συστημικούς θεσμούς, την κοινή γνώμη ή τα μέσα ενημέρωσης.
Σε συνάρτηση με αυτήν την παράμετρο, στο δημόσιο διάλογο συγκρούονται δύο τουλάχιστον λογικές για την ποιότητα και τον χαρακτήρα, τη στόχευση και εν τέλει την πολιτική του βλέμματος της τέχνης πάνω στους κάθε λογής περιθωριοποιημένους, αποκλεισμένους, μη ή αντι- κανονικούς.
Το παράδειγμα της Ντοκουμέντα 14 που έριξε το βλέμμα της στην Αθήνα της κρίσης «για να μάθει» απ’ αυτήν και οι επικρίσεις για κρυπτο- αποικιακή πολιτική που είχε προκαλέσει δεν έχει ακόμα ξεχαστεί, (είτε συμφωνεί κανείς με αυτήν την κριτική είτε όχι).
Ανάλογες συζητήσεις και επικρίσεις διατυπώνονται όταν η σύγχρονη τέχνη αποικεί με το σώμα και το βλέμμα της χώρους αποκλεισμού όπως οι φυλακές και χώρους εγκλεισμού όπως τα ψυχιατρεία.
Πάντα τίθεται το ερώτημα της χρήσης, του τρόπου, του στόχου και του σκοπού. Το δίλλημα της χρήσης του ιδιαίτερου χώρου ως κέλυφος «ωραίο» και κατάλληλο για τη γοητεία του βλέμματος του θεατή ή ως πεδίου σύγκρουσης και αναταραχής, που σκοπό έχει να διαρρήξει την κοινωνική σύμβαση και να αποδομήσει την αφομοιωτική δύναμη του κυρίαρχου λόγου της Οικονομίας, θα μπαίνει πάντα με ένταση. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ κανείς δεν είναι σίγουρος για την αποτελεσματικότητα της ρήξης που επικαλείται.
Η δύναμη της τέχνης για ανατροπή είναι μελαγχολικά αμφισβητούμενη και μάλλον δεν μπορεί να παράξει τίποτα έξω από τον εαυτό της. Ωστόσο, οι πρακτικές της τέχνης «συμβάλλουν στον σχηματισμό ενός νέου τοπίου του ορατού, του ρητού και του εφικτού.
Σφυρηλατούν άλλες μορφές του ‘κοινού νου’, μορφές ενός πολεμικού ‘κοινού νου’, ενάντια στη συναίνεση», όπως γράφει ο Ζακ Ρανσιέρ στον «Χειραφετημένο Θεατή» του και αυτό δεν είναι λίγο ή, καλύτερα, αυτό είναι το ζητούμενο!
Οι Χώροι των «Εγκλεισμών»
Ως κατάλληλοι χώροι για τη φιλοξενία και διεξαγωγή του project ζητήθηκαν από το νοσοκομείο Δρομοκαϊτειο-και παραχωρήθηκαν για τον σκοπό αυτό με απόφαση του Δ.Σ. του ιδρύματος- ο Άγιος Ισίδωρος, το παλιό Τυπογραφείο και το Δάφτσειο. Είναι τρία κτίρια ιστορικής και συμβολικής σημασίας. Τα δύο έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες και ανοίγουν τώρα για το project “Εγκλεισμοί”, ενώ το παλιό τυπογραφείο είναι το μόνο που έχει ανακαινιστεί και χρησιμοποιείται ως μουσείο, με τα μηχανήματα της παλιάς τυπογραφίας και τα ψηφία που υπάρχουν στο χώρο του.
Η πτέρυγα του Αγίου Ισίδωρου είναι ένα μακρύ παραλληλόγραμμο κτίσμα δύο ορόφων, του 1892, όπου καθηλώνονταν οι «ανήσυχοι» και μάλλον πένητες ασθενείς, με μικρά κελιά, με φεγγίτες και κάγκελα, ένθεν κακείθεν ενός στενόμακρου διαδρόμου, μ’ έναν χώρο εστιατορίου όπου έτρωγαν όσοι από τους ασθενείς κρίνονταν ικανοί και λειτουργικοί που βρίσκεται στο ισόγειο και επικοινωνεί με μια μικρή, στενή, σχεδόν ασφυκτική, περιφραγμένη με ψηλό τοίχο αυλή.
Το Δάφτσειο είναι ένα κτίριο του 1932: μεγάλο, ψηλοτάβανο, εκλεκτικιστικού ρυθμού, με ευρύχωρα δωμάτια και παράθυρα με κάγκελα συρόμενα και ανοιγόμενα κατά περίπτωση και ώρα. Διαθέτει τη δική του αυλή που όμως έφτανε μέχρι τον εξωτερικό τοίχο-περίφραξη του νοσοκομείου και όπου νοσηλεύονταν οι πιο εύποροι ασθενείς, οι οικογένειες των οποίων μπορούσαν να πληρώσουν τα υψηλά νοσήλια που απαιτούνταν για την πτέρυγα αυτή. Στους ασθενείς του Δάφτσειου λέγεται μάλιστα ότι εφαρμόζονταν οι πιο εξελιγμένες μέθοδοι θεραπείας, με τη χρήση της ψυχανάλυσης ,της μουσικής (υπήρχε και πιάνο στο χώρο) και της τέχνης.
Τα τρία κτίρια σχηματίζουν μεταξύ τους ένα αμβλύ τρίγωνο με το Τυπογραφείο στην κορυφή και τα δύο κτίρια στις δύο γωνίες της βάσης, διευκολύνοντας μια διαδρομή από το Δάφτσειο προς το Τυπογραφείο και τέλος στον Άγιο Ισίδωρο.
Σημείο εκκίνησης αλλά και αναφοράς για την ιδέα και την υλοποίηση του σχεδίου «Εγκλεισμοί» ήταν για μας το πλούσιο και εξαιρετικής σημασίας ηχητικό αρχείο που προέκυψε από τις συνεντεύξεις και τις προφορικές μαρτυρίες που συνέλεξε η Μαρία Φαφαλιού από τρόφιμους/ασθενείς του Δρομοκαϊτείου, γιατρούς του νοσοκομείου, νοσηλευτικό προσωπικό, συγγενείς ασθενών και άλλους εμπλεκόμενους, στα πλαίσια ερευνητικής της εργασίας. Το αρχείο αυτό αποτέλεσε το υλικό για το βιβλίο της «Ιερά οδός 343. Μαρτυρίες από το Δρομοκαϊτειο», (εκδόσεις Αλεξάνδρεια).
Μας ενδιαφέρει το αρχείο των μαρτυριών αλλά και η ανάδειξη της ιστορίας και της σημασίας του Ψ.Ν.Α. «Δρομοκαϊτειο» ως του πρώτου ψυχιατρείου στην Ελλάδα, χτισμένο απ’ αρχής για τον σκοπό αυτό και πάνω στα Γαλλικά πρότυπα που τότε θεωρούνταν ό,τι πιο καινούργιο στο χώρο, αφού, όπως είπαμε, ο γαλλικός διαφωτισμός, εκτός των άλλων καλών, ήταν και ο πατέρας των ασύλων. Φυσικά μας ενδιαφέρει και η μελέτη και καταγραφή του προβληματισμού της σύγχρονης τέχνης πάνω στα ζητήματα των ποικίλων εγκλεισμών, πραγματικών και συμβολικών, που διαπερνούν έντονα τον εξατομικευμένο βίο αλλά και την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας. Τέλος, μας ενδιαφέρει η διερεύνηση εννοιών που λειτουργούν ως αντιθετικά δίπολα όπως ασθένεια/υγεία, πραγματικότητες/φαντασιακά τοπία, αλήθεια/ ψέμα, μέσα/έξω, εγκλεισμός/ελευθερία.
Οι σαράντα οκτώ καλλιτέχνες του project συμμετέχουν με έργα που διαλέγονται, συγκρούονται και, σε κάθε περίπτωση, ανταποκρίνονται στο χώρο και στον νοηματικό άξονα της έκθεσης, έργα από όλο το φάσμα του οπτικού και όχι μόνον λεξιλογίου της σύγχρονης τέχνης: γλυπτά και εγκαταστάσεις, βίντεο, ηχητικές κατασκευές, ζωγραφική, φωτογραφία και επιτελεστικές δράσεις.
Παράλληλα με το εικαστικό κομμάτι, διοργανώνονται 5 ημερίδες με την συμμετοχή εβδομήντα περίπου πανεπιστημιακών, ερευνητών και συγγραφέων, που διερευνούν τα παραπάνω ζητήματα μέσα από τα επιστημονικά πεδία που θεωρούμε κρίσιμα για το περιεχόμενο και τη θεματολογία του project, όπως είναι αυτά της ψυχανάλυσης, της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της λογοτεχνίας και της πολιτικής θεωρίας. Είναι ίσως η πρώτη φορά που διοργανώνεται ένα τόσο ευρύ Δημόσιο Πρόγραμμα που εκτυλίσσεται παράλληλα με την εικαστική έκθεση , με στόχο την ενδελεχή διερεύνηση της θεματολογίας του πρότζεκτ μέσω της όσμωσης Σύγχρονης Τέχνης, Επιστήμης και Θεωρίας.
Έργα και Λόγια
Η Χλόη Ακριθάκη με τρείς φωτογραφίες δημιουργεί τρείς φαντασιώσεις διαφυγής.
Ο Δημήτρης Αληθεινός σχολιάζει αιχμηρά τη βίαιη διάλυση της ανθρώπινης υπόστασης.
Ο Δημήτρης Αντωνίτσης εικονοποιεί το θρόισμα του τέλους ενός σώματος.
Η Κατερίνα Αποστολίδου τοιχογραφεί την πατριαρχική βία επί του «ανήσυχου» γυναικείου σώματος και το αδύνατον της διαφυγής.
Η Ιλεάνα Αρναούτου χρωματίζει το δίδυμο ύπνος- θάνατος σαν τα υπαρξιακά όρια του εγκλωβισμού.
Ο Κωστής Βελώνης χτίζει έναν τριπλό εγκλεισμό μέσα από τη διαχρονία του μοντερνισμού.
Ο Μπάμπης Βενετόπουλος μιλάει για τη μοναξιά/απομόνωση στα χρόνια του ψηφιακού εγκλεισμού.
Ο Αντώνης Βολανάκης ράβει ένα κιμονό από μπαλώματα αλατζά, ένα ιαματικό ρούχο έτοιμο να περιθάλψει ένα ασθενές σώμα.
Ο Poka Yio και δεκαπέντε μέλη του LAB 12 της ΑΣΚΤ, επιχειρούν να μετατρέψουν σε έργα τα σκοτεινά, εσωτερικά τους βιώματα.
Ο Βαγγέλης Γκόκας «αναπαράγει» γκραφίτι από τοίχο υπόγειας φυλακής στο palazzo ducale Venezia και αναποδογυρίζει τον πρωταγωνιστή του.
Ο Θωμάς Διώτης μιλάει για την αλλοτρίωση και την οικειοθελή επιστροφή του καθένα στο «χρυσό» κλουβί του.
Ο Μάρκος Ευλογημένος αφηγείται την «πτώση» του ανθρώπου με κόμικ πανκ αισθητικής.
Η Μαίρη Ζυγούρη αναπαράγει τον θόρυβο της γραφής με παλιά γραφομηχανή, εν μέσω πανδαιμόνιου εκατοντάδων πουλερικών έτοιμων για τη σφαγή.
Ο Κάπτεν έχει οδηγό τον θρυλικό ναυτικό/ποιητή Καββαδία για να ανταπεξέλθει στο ακούσιο residency στο Δρομοκαϊτειο και εικονογραφεί τον εγκλεισμό του με 141 σχέδια.
Η Νικομάχη Καρακωστάνογλου καταδύεται στα έγκατα της δικής της ύπαρξης για να αναρωτηθεί για την τρέλα και την δημιουργία.
Ο Χάρης Κοντοσφύρης εγκλωβίζει τον γλυπτικό μαινόμενο Ανδρέα του σε έναν πεπερασμένο τεχνητό παράδεισο μια κατασκευή ψευδαίσθηση.
Ο Νίκος Κολιόπουλος κατασκευάζει ένα στρώμα από κουτιά φαρμάκων που καταναλώνει ο πολίτης της Γης στο 21ο αιώνα με τη φυσικότητα της τροφής και κάνει μια τοιχογραφία από γραπτές παρενέργειες.
Η Καλλιόπη Λεμού απεικονίζει τον τραυματισμένο άνθρωπο ψυχικά και σωματικά, πλάθοντας ένα υβριδικό σώμα στηριγμένο επί ματαίω σε πατερίτσες.
Η Μαρία Λοϊζίδου θέτει το ερώτημα κατά πόσο ένα αρχείο σχεδίων μπορεί να συντονιστεί με την κοινωνική ιστορία και τον δημόσιο πολιτισμό, ντύνοντας με αυτά ένα κελί εγκλεισμού.
Η Μαρία Λουίζου κινηματογραφεί μια περφόρμανς με ένα πιάνο- κέντημα αιωρούμενο στον τοίχο σαν το ηπειρώτικο τραγούδι που ακούγεται με παγερό σπαραγμό.
Η Ναταλία Μαντά φιλοτεχνεί μια ωδή στη γραφή/σκέψη κάνοντας με σίδερο και πηλό τοτεμικές συνθέσεις μικρές και μεγάλες που συνομιλούν με τις βαριές μηχανές της παλιάς τυπογραφίας.
Η Μάρω Μιχαλακάκου φτιάχνει από πηλό, βελούδο, φως και σίδερο ένα ενσταντανέ δύο εραστών που τους χωρίζουν κιγκλιδώματα του Δρομοκαϊτειου και η ίδια συνάντησε τυχαία σε μια επίσκεψη της.
Ο Βασίλης Μπακάλης στήνει με ευτελή υλικά το πιο άγριο σκηνικό καθήλωσης. Ξυλόγλυπτα θηρία που ίπτανται σιδερένιου κρεββατιού και βίντεο με παραμορφωμένα πρόσωπα που τραγουδούν στο βωμό της σύγχισης και της βίας.
Η Μάνια Μπενίση συλλαμβάνει με το φακό της τη στιγμή που γεννιούνται τα ρήγματα στο τραυματισμένο από τη σύγχρονη τεχνολογία υπέδαφος της Ιεράς Οδού.
Η Βάλλυ Νομίδου αναρωτιέται αν ένα κελί, μπορεί να μετατραπεί σε τόπο εγκαρτέρησης και δημιουργίας και φτιάχνει το μπούστο ενός χάρτινου αγγέλου, που όμως δεν θα πετάξει ποτέ… Ο
Άγγελος Παπαδημητρίου δείχνει πως πρέπει να διαβάζεται η ποίηση δηλαδή πως να δραπετεύει ο νους και η ψυχή από τα όποια κάγκελα, πραγματικά ή συμβολικά.
Η Άννα Παπαέτη με την εγκατάσταση της συνδέει τις έννοιες της ακουστότητας και του ελέγχου, δημιουργώντας έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ εκείνων που “ακούνε φωνές” και του κοινωνικού ελέγχου στο όνομα του τί είναι υγιές και τί παθολογικό.
Ο Ηλίας Παπαηλιάκης επιχειρεί να αναπαραστήσει το άλογο και να διαπραγματευτεί την ιδέα του δομημένου άλλου λόγου μέσα στον λόγο.
Η Νίνα Παπακωνσταντίνου κάνει δυσπρόσιτο το νόημα της γραφής και διερωτάται για τη δυνατότητα της επικοινωνίας.
Η Άρτεμις Ποταμιάνου χτίζει τον οικισμό του γυναικείου εγκλεισμού από την «προστατευτική» πατριαρχία.
Ο Πάνος Προφήτης φιλοτεχνεί τρεις αντρικές φιγούρες σε ένα φανταστικό σύμπαν και αναζητάει τις σχέσεις ανάμεσα στις φοβίες και το όνειρο, στην συνείδηση και το υποσυνείδητο.
Η Πηνελόπη Πετσίνη και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος προσπαθούν να συλλάβουν την ανθρώπινη κατάσταση μέσα στον απάνθρωπο χώρο του ψυχιατρικού εγκλεισμού της Λέρου.
Ο Δημήτρης Ρεντούμης διεμβολίζει τα στερεότυπα του ευτελούς, του εύθραυστου, του ευαίσθητου, του ασταθούς ως προς το υλικό που χρησιμοποιεί, το χαρτί δηλαδή, που επεξεργάζεται με τον τρόπο του υφάσματος για να κατασκευάσει διαφορετικές υφές και να συνθέσει άλλες αφηγήσεις.
Ο Μάριος Σπηλιόπουλος αποτίει φόρο τιμής στους «ανήσυχους» φίλους του, τους τρελούς ποιητές, και τους οπαδούς της ουτοπίας και της αντιψυχιατρικής, του σουρεαλισμού και της εξ-έγερσης.
Ο Γιώργος Τσεριώνης κατασκευάζει από φθαρτά υλικά, άψητο πηλό, ασταθή και ρευστά σώματα με ρωγμές, επικίνδυνα ρίσκα και δύσκολες ισορροπίες.
Η Ελένη Τζιρτζιλάκη κατασκευάζει ένα έργο βιωματικό, ένα δωμάτιο εγκλεισμού με σχέδια και κεντήματα, ποιήματα και κινούμενες εικόνες.
Ο Κώστας Τσώλης στήνει ένα ιδιαίτερο ready made πίσω από το μάτι της βαριάς ξύλινης πόρτας ενός κελιού, εγκλωβίζει την άγρια φύση και ακινητοποιεί τον χρόνο.
Ο Σωκράτης Φατούρος κρεμάει σαν λάβαρο ένα ασφαλτόπανο όπου απλώνει το χειρονομιακό σχέδιο, αποτύπωμα ή περίγραμμα της ανθρώπινης φιγούρας στην πιο λιτή, πρωτόγονη και αρχετυπική μορφή της.
Ο Αλέξης Φιδετζής κάνει ένα πολιτικό σχόλιο με αφορμή τη μεταβλητότητα ενός χώρου σαν το κάστρο της Ακροναυπλίας που από χώρος εγκλεισμού και εξορίας των αντιφρονούντων του καθεστώτος Μεταξά εξελίσσεται σε πετροκατασκευή που πνίγεται από τα αγκάθια της φραγκοσυκιάς, το συρματόπλεγμα της φύσης.
Ο Δημήτρης Χαλάτσης διερευνά τα ψυχιατρεία και σωφρονιστικά ιδρύματα, ως χώρους εγκλεισμού και θεραπείας που «παράγουν» δίκαιο, ψυχιάτρους, φύλακες, και άλλους επαγγελματίες αλλά και την «απαραίτητη» βιομηχανία αναλγητικών και φαρμάκων, ενώ αναπαράγουν μια συγκεκριμένη ιδεολογία.
Η Δέσποινα Χαριτωνίδη κάνει μια μικρή χειρονομία μεγάλης πυκνότητας φτιάχνοντας ένα επικίνδυνο αγκαθωτό «κόσμημα», για έναν φθαρμένο τοίχο, έτοιμο να δια-σχίσει την οποιαδήποτε επιδερμίδα ή ευαίσθητη επιφάνεια.
Ο Κώστας Χριστόπουλος κατασκευάζει από τα ευτελέστερα υλικά τη μακέτα ενός προσφυγικού συνοικισμού που ιστορικά εγκλώβισε χιλιάδες συσσωρευμένα σώματα εντός των τειχών και της μικρής του επιφάνειας.
Ο Διονύσης Χριστοφιλογιάννης κατασκευάζει με χειρονακτικό και κοπιώδη τρόπο γλυπτά από παλιούς σομιέδες- αναφορά στο χώρο και τον χρόνο της ασθένειας, της οδύνης, και του θρήνου του ανθρώπου.
Performances και εγκαταστάσεις
Ο Φίλιππος Βασιλείου με την Αγάπη Ζάρδα στην επεξεργασία του ήχου, επιδίδεται σε μια έντονη πάλη σώματος και πνεύματος. Στρέφει το βλέμμα προς στον εαυτό του. Δημιουργεί ένα αντίγραφο του κεφαλιού του σε μνημειακή κλίμακα. Μπαίνει μέσα σε αυτό και ενσωματώνεται και το κινεί με τρόπο ώστε να λειτουργεί ως σώμα.
Ο Στάθης Γράψας και ο Αλέξανδρος Βουτσινάς κάνουν μια ζωντανή πρόβα ενός κειμένου που έγραψε ο Βουτσινάς στα χρόνια του εγκλεισμού του στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Ο Γιάννης Μήτρου πραγματοποιεί μια εγκατάσταση από λευκά πλακάκια η οποία εκτείνεται στο χώρο δημιουργώντας μια αυτόνομη χωρικότητα.
Η σωματικότητα της εγκατάστασης αλληλεπιδρά με τη σωματική παρουσία του θεατή τόσο κατά την κίνησή του πάνω σε αυτά όσο και με την οριοθέτησή που προκαλείται σε σχέση με τον υπόλοιπο υπαρκτό χώρο δομώντας μια performativity.
Ο Σάββας Στρούμπος σκηνοθετεί την Έλλη Ιγγλίζ και την Άννα Μαρκά- Μπονισέλ, πάνω στο εμβληματικό κείμενο “Για να τελειώνουμε με τη σφαγή του σώματος” που έγραψε ο ριζοσπάστης ψυχαναλυτής και φιλόσοφος Φελίξ Γκουατταρί το 1973.
Ο Φίλιππος Τσιτσόπουλος επιδίδεται σε μια σειρά από δράσεις, εγκαταστάσεις και βιντεοπροβολές, σε δύο συνεχόμενα δωμάτια στον Άγιο Ισίδωρο του Δρομοκαΐτείου και έχει την ευκαιρία να επανεξετάσει τον Άμλετ «ως μια λίμνη εν θερμώ, ένα αυλάκι γεμάτο από όλα όσα δεν είμαστε σε θέση να αναφέρουμε χωρίς να τρέμουμε»…
